Παιδιά έξη μηνών, πολύ πριν αρχίσουν να μιλούν, κοιτούν τριγύρω και προσπαθούν να καταλάβουν τι γνωρίζει και τι όχι, ο ενήλικας με τον οποίο αλληλοεπιδρούν. Κάπως έτσι θα προσαρμόσουν και την συμπεριφορά τους, με βάση το τί πιστεύουν ότι συμβαίνει στο νου αυτού του ενήλικα. Οπότε πολύ πριν τα παιδιά αρχίσουν να χρησιμοποιούν την γλώσσα, ενδιαφέρονται για το γίνεται στο νου των άλλων, ταυτόχρονα δε, απαιτούν από τους άλλους να ενδιαφέρονται για αυτά.
Έχουν γίνει εξαιρετικές έρευνες πάνω σε αυτό το θέμα, με παιδιά μικρότερα του ενός έτους και ενήλικες. Ένα από αυτά είναι το «πείραμα του παγωμένου προσώπου». Tο συγκεκριμένο πείραμα μας δείχνει πως ακόμα και ένα παιδί 6 μηνών, όταν έρχεται αντιμέτωπο με έναν ενήλικα (συνήθως γονέα) που δεν ανταποκρίνεται σε αυτό, που έχει ένα πρόσωπο χωρίς καμία έκφραση συναισθήματος, τότε το παιδί αφού προηγουμένως έχει έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον ενήλικα αναστατώνεται απίστευτα, και αυτό ισχύει για όλα τα παιδιά του κόσμου (Tronick et al., 1978). Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε παιδί προσμένει, ότι ο ενήλικας θα διαδράσει με εκείνα με μία συνέπεια, με κάποιο τρόπο που να έχει νόημα και είναι συνδεδεμένος με αυτό που κάνει το ίδιο το παιδί. Κατά βάθος θέλουν να βρουν τον εαυτό τους στον άλλον, στον ενήλικα (συνήθως γονέα), θέλουν να βρουν κάποιον που τους καθρεφτίζει, κάποιον με τον οποίο υπάρχει μια διάδραση.
Κανείς από εμάς δεν ξεκίνησε γνωρίζοντας ποιος είναι.
Αυτό που μας ενδιαφέρει κυρίως και όχι αποκλειστικά, στους άλλους, είναι να μάθουμε κάτι παραπάνω για τον εαυτό μας. Αυτό που συμβαίνει τα πρώτα τρία χρόνια και ίσως είναι πιο σημαντικό εκείνη την περίοδο παρά οποιαδήποτε άλλη στη ζωή, είναι το εξής: ανακαλύπτουμε την φύση του δικού μας νου. Tο κάθε συναίσθημα, την κάθε σκέψη μας, μέσα από τις σχέσεις μας με τους άλλους (συνήθως τους γονείς). Οπότε, σαν μωρό, δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι γίνεται όταν γελάω, ποια είναι η εμπειρία του γέλιου μου, ποιο είναι το νόημα στο γέλιο μου. Εάν δω το συναίσθημα μου μέσα από κάποιον που το καθρεφτίζει, τότε βλέπω αυτή την εμπειρία του συναισθήματος έξω από τον εαυτό μου. Τότε μπορώ να το πάρω μέσα μου και αυτό είναι που δίνει νόημα σε όλη την αίσθηση χαράς που είχα πριν όταν γέλασα.
Ο καθρεφτισμός είναι ακόμη πιο σημαντικός όταν νιώθω άγχος, όταν είμαι λυπημένος.
Όταν είμαι λυπημένος νιώθω αναστατωμένος, νιώθω αποδιοργανωμένος, θα μπορούσα να νιώθω χαμένος στον κόσμο, χαμένος σε όλες μου τις εμπειρίες.
Αλλά εκεί υπάρχει η μαμά ή ο μπαμπάς, ή κάποιος ενήλικας
που ανταποκρίνεται στη λύπη μου, που μου δείχνουν ότι γνωρίζουν πως νιώθω. Μπορώ να τους κοιτάξω στα μάτια και να δω αυτή την αναπαράσταση της λύπης μου, και αυτό είναι που με βοηθά να οργανώσω ξανά τον εαυτό μου, τώρα ξέρω τι νιώθω.
Αυτή είναι η ρύθμιση του συναισθήματος.
Κάπως έτσι σταδιακά, μέσα από την αναπτυξιακή μας πορεία κατακτούμε την ικανότητα της συναισθηματικής ρύθμισης. Οπότε παραδόξως, εάν και τώρα ξέρω πολύ καλά να αναγνωρίζω πότε είμαι αγχωμένος ή λυπημένος, το συναίσθημα που αναγνωρίζω σήμερα ως άγχος, δεν είναι ακριβώς το δικό μου άγχος αλλά η εικόνα της μαμάς μου όταν εκείνη με κοιτούσε, καθώς ένιωθα αγχωμένος σαν μωρό. Εάν η μαμά μου δεν ήταν εκεί, εάν η μαμά μου αγνοούσε το άγχος μου σαν μωρό, τότε θα έβρισκα πολύ πιο δύσκολο σαν ενήλικας να αντιληφθώ και να οργανώσω τα συναισθήματα μου.
Απόσπασμα απο την συνέντευξη του Peter Fonagy στο SIMMS/MANN Institute.
Πηγές
Fonagy, P. (2016). Emotional Regulation in Young Children [Video], from https://www.youtube.com/watch?v=Qjfy-8LshGw&ab_channel=Simms%2FMannInstitute.
Tronick, E., Als, H., Adamson, L., Wise, S., & Brazelton, T. (1978). The Infant’s Response to Entrapment between Contradictory Messages in Face-to-Face Interaction. Journal Of The American Academy Of Child Psychiatry, 17(1), 1-13. https://doi.org/10.1016/s0002-7138(09)62273-1