Διάσπαση προσοχής και διαδίκτυο στην οικογένεια
Όταν κάποιο μέλος της οικογένειας είναι σε σύνδεση στο ίντερνετ, είναι προσωρινά μη διαθέσιμο για επικοινωνία μέσα στην οικογένεια. Διαβάζει στα γρήγορα, ασχολείται με πολλές εργασίες ταυτόχρονα και πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς να εμβαθύνει σε κανένα από αυτά (scrolling). Άτομα που ασχολούνται με πολλές εργασίες ταυτόχρονα (multitask) δεν είναι καλοί στο να κατευθύνουν την προσοχή τους, είναι λιγότερο ικανοί στο να φιλτράρουν τις διασπάσεις τους και λιγότερο ικανοί να πηγαίνουν από την μία εργασία στην άλλη. Ωστόσο, κάποια μέλη της οικογένειας έχουν την ικανότητα να βυθίζονται μέσα στο διαδίκτυο και να επανέρχονται στο πραγματικό οικογενειακό πλαίσιο ωστόσο υπάρχουν κάποιες παρενέργειες από αυτή τη διαδικασία. Ναι μεν η ψηφιακή γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν μιλάμε με άλλα άτομα της οικογένειας, με μικρές φράσεις και πληροφορίες να ανταλλάσσονται πριν επιστρέψουμε στον ψηφιακό κόσμο. Παρόλα αυτά, οι διαδράσεις και η επικοινωνία μέσα στην οικογένεια γίνονται με γρήγορα επεισόδια ή στιγμές τα οποία χαρακτηρίζονται από μια συνεχόμενη “τραμπάλα” των μελών της οικογένειας μέσα και έξω στο διαδίκτυο. Τέτοιες στιγμές είναι πιο ξεκάθαρο το έλλειμα της προσοχής προς τα μέλη της οικογένειας.
Υπάρχει η πίεση, για παράδειγμα, να απαντήσουμε γρήγορα στα μηνύματα του WhatsApp καθώς ο αποστολέας μπορεί να μετρήσει τον χρόνο απόκρισης μας από την στιγμή που ανάψουν τα δυο μπλε τικ στο μήνυμα που μας έστειλε. Αυτή η πίεση μπορεί να αποσπάσει περεταίρω την προσοχή μας από διαδράσεις με άτομα που βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Μακροσκελής ερωτήσεις ή διευκρινήσεις των γονέων, δεν ακούγονται καν, αφού το διάστημα της προσοχής των παιδιών έχει μικρύνει τόσο πολύ. Μεγάλα μηνύματα και κείμενα δεν έχουν τύχη στην εποχή του Twitter. Όλα τα παραπάνω συμβάλουν στο να συνδεόμαστε και να αποσυνδεόμαστε, να τραμπαλίζουμε δηλαδή ανάμεσα στον ψηφιακό και τον πραγματικό κόσμο, με συχνές γρήγορες εναλλαγές καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας. Αυτό που κυρίως επηρεάζεται από αυτό το τραμπάλισμα μέσα-έξω στο διαδίκτυο είναι η επιλεκτική μας προσοχή σε συναισθηματικά σήματα που εκπέμπουν τα μέλη της οικογένειας. Έτσι ένας γονέας μπορεί να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τα παιδιά του αλλά ταυτόχρονα να πιάνει το κινητό του κάθε λίγο, για να απαντήσει σε μηνύματα, για να διαβάσει τα νέα, για να αλληλοεπιδράσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πράγμα που επηρεάσει την ικανότητά του να αναγνωρίσει και να ανταποκριθεί ανάλογα στις συναισθηματικές καταστάσεις των παιδιών.
Επιπλέων όταν συζητάμε για συγκεκριμένα θέματα μέσα στην οικογένεια, συχνά είναι πιο εύκολο να γκουκλάρουμε την πληροφορία και να πάρουμε μια γρήγορη απάντηση παρά να ακούσουμε πιο μακροσκελείς απαντήσεις των γονέων. Το να αναζητά κανείς εξηγήσεις και πληροφορίες μέσα σε ένα βιβλίο, κάποιο λεξικό, ή μια εγκυκλοπαίδεια, γίνεται όλο και πιο σπάνιο. Η κριτική μας σκέψη και ικανότητα να φιλτράρουμε, να κατηγοριοποιούμε και να αξιολογούμε την πληροφορία, ως προς την εγκυρότητα της τουλάχιστον, δοκιμάζεται συνεχώς. Βρισκόμαστε απέναντι σε έναν δυσβάσταχτο όγκο πληροφοριών ο οποίος τις περισσότερες φορές απαιτεί πολύ χρόνο για επεξεργασία, χρόνος ο οποίος δεν υπάρχει. Έτσι συρρικνώνεται -αν όχι κόβεται τελείως η όποια στοχαστική διαδικασία. Ταυτόχρονα το να αναζητούν τα παιδιά και κυρίως οι έφηβοι πληροφορίες στο διαδίκτυο γίνεται όλο και πιο σύνηθες κάτι που επηρεάζει άμεσα και τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια.
Παιδιά σε εγρήγορση, διαδίκτυο και σχέσεις εμπιστοσύνης
Το διαδίκτυο επηρεάζει τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια γιατί κατά κάποιο τρόπο κλονίζεται η εμπιστοσύνη των παιδιών και εφήβων προς τους κηδεμόνες τους. Πιο συγκεκριμένα υπάρχει ένα είδος εμπιστοσύνης το οποίο λέγεται γνωσιολογική εμπιστοσύνη (epistemic trust) και έχει να κάνει με το γεγονός ότι το παιδί πρέπει να εμπιστεύεται τον γονέα ή άλλο πρόσωπο αναφοράς (π.χ. δάσκαλος/α) για να μάθει κάτι που είναι σχετικό με αυτό, κάτι που μπορεί να γενικευθεί και το ίδιο το παιδί θεωρεί πολύτιμο σαν πληροφορία (Fonagy & Allison, 2014). Η γνωσιολογική εμπιστοσύνη είναι το πιο καθοριστικό φαινόμενο που καθορίζει εάν το παιδί είναι έτοιμο να μάθει. Τα παιδιά όμως από την φύση τους είναι σε εγρήγορση και αυτό δεν σημαίνει απουσία εμπιστοσύνης αλλά το άκρως αντίθετο: απόλυτη, τυφλή εμπιστοσύνη(Sperber et al., 2010). Αυτό δημιουργεί ένα φίλτρο. Όταν το παιδί είναι σε εγρήγορση, η πόρτα της μάθησης είναι κλειστή. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι η φυσιολογική εγρήγορση των παιδιών. Το πρόβλημα αρχίζει όταν η εγρήγορση κυριαρχεί.
Πως όμως μπορούμε να ενεργοποιήσουμε
την γνωσιολογική εμπιστοσύνη των παιδιών;
Πως μπορούμε να αντικαταστήσουμε την φυσιολογική
υπερ-εγρήγορση των παιδιών με γνωσιολογική εμπιστοσύνη;
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μοιάζει απλή: να είμαστε αυτοί από τους οποίους το παιδί θα θέλει να μάθει, αυτοί που ο νους τους μοιάζει πιο ώριμος από τον δικό τους. Αυτό μπορεί να συμβεί χρησιμοποιώντας την βλεμματική επαφή, έναν πιο μητρικό τόνο στη φωνή αλλά και μένοντας ανοιχτοί στις ανταποκρίσεις των παιδιών.
Η ενεργοποίηση της γνωσιολογικής εμπιστοσύνης περιλαμβάνει απλά κάποιον από τον οποίο το παιδί θα θέλει να μάθει, κάποιον που ο νους του φαίνεται πιο ώριμος, κάποιον που παίρνει την ευθύνη της ανάπτυξης και της εκπαίδευσης του παιδιού και τέλος κάποιου που φαίνεται να ενδιαφέρεται για το παιδί ως μια ξεχωριστή οντότητα. Με λίγα λόγια, κάποιον που είναι υπεύθυνος και συναισθηματικά ρυθμισμένος αλλά και κάποιον που καταλαβαίνει τόσο τον εαυτό του, όσο και το παιδί. Αυτό το άτομο Εννοεί επαρκώς και βοηθά την εδραίωση της γνωσιολογικής εμπιστοσύνης.
Θα μπορούσε να είναι καταστροφικό για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών μας, να υποκαθιστούμε αυτόν τον άνθρωπο, με το ίντερνετ και τις πληροφορίες που μπορεί να παρέχει μια μηχανή αναζήτησης. Τα παιδιά και οι έφηβοι μαθαίνουν και μπορούν να ωφεληθούν τα μέγιστα μόνο μέσα από τις σχέσεις εμπιστοσύνης που χτίζουν με γονείς, αδέρφια, συγγενείς και παιδαγωγούς.
Πηγές
Asen, E., & Fonagy, P. (2021). Mentalization-based treatment with families. The Guilford Press.
Fonagy, P., & Allison, E. (2014). The role of mentalizing and epistemic trust in the therapeutic relationship. Psychotherapy, 51(3), 372–380. https://doi.org/10.1037/a0036505
Hagelquist, J., & Rasmussen, H. (2021). Mentalization in the family (2nd ed., p. 24). Routledge
Sperber, D., Clement, F., Heintz, C., Mascaro, O., Mercier, H., Origgi, G., & Wilson, D. (2010). Epistemic vigilance. Mind & Language, 25(4), 359–393. https://doi.org/10.1111/j.1468-0017.2010.01394.x